- τριβάδα
- τριβάςa woman who practises unnatural vice with herselffem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριβάδα — η / τριβάς, άδος, ΝΜΑ γυναίκα ομοφυλόφιλη, λεσβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριβ τού τρίβω + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στιβ άδα)] … Dictionary of Greek
τριβαδικός — η, ό, Ν [τριβάδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τριβάδα … Dictionary of Greek
τριβάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τριβάδα … Dictionary of Greek
τριβαδισμός — και τριβασμός, ο, Ν λεσβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tribadisme (< tribade < τριβάδα) + ισμός*] … Dictionary of Greek
τριβακός — ή, όν, ΜΑ μσν. πανούργος, δόλιος αρχ. 1. αυτός που έχει φθαρεί τριμμένος, παλιός («τριβακὸν ἱμάτιον», Αριστοφ.) 2. (για πρόσ.) έμπειρος, πεπειραμένος 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριβάδα («τριβακὴ ἀσέλγεια», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek